Γεωγραφική κατανομή νερού

Η ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΗ

Η δημιουργία του νερού στη Γη

Τους πρώτους αιώνες μετά από τη δημιουργία της Γης, ο πλανήτης μας δεν είχε ατμόσφαιρα αφού στοιχεία όπως το ήλιο και το υδρογόνο ήταν πολύ ελαφριά για να εγκλωβιστούν στο πεδίο βαρύτητας του. Στη Γη δεν υπήρχαν ωκεανοί και η επιφάνεια της ήταν σπαρμένη με ενεργά ηφαίστεια απ’ όπου έβγαιναν λάβα, αέρια, όπως το υδρογόνο και ενώσεις του, και ατμοί, κυρίως υδρατμοί. Οι ηλιακές ακτίνες διασπούσαν τα εκλυόμενα από τα ηφαίστεια μόρια του νερού των υδρατμών στα συστατικά τους, υδρογόνο και οξυγόνο. Το υδρογόνο διέφευγε, ενώ το οξυγόνο αντιδρούσε με την αμμωνία και το μεθάνιο για να σχηματιστεί άζωτο και διοξείδιο του άνθρακα.
Η σύσταση της ατμόσφαιρας άρχισε να αποκτά τη σημερινή της μορφή όταν εμφανίστηκαν τα φυτά, που με τη φωτοσύνθεση δέσμευαν διοξείδιο του άνθρακα και ελευθέρωναν οξυγόνο. Τελικά, με τη σταθεροποίηση της ατμόσφαιρας το περίσσευμα του νερού συσσωρευόταν σε κοιλώματα και έτσι σχηματίστηκε σιγά-σιγά ο ωκεανός.
________________________________________
Η ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΗ



Το νερό στη Γη κατανέμεται σε τρεις μεγάλες περιοχές: στους ωκεανούς, την ξηρά και την ατμόσφαιρα.
Η μεγαλύτερη ποσότητα βρίσκεται στους ωκεανούς και αποτελεί περίπου το 97% του νερού του πλανήτη.
Το νερό της ξηράς αποτελεί μόνο το 3% και κατανέμεται, κατά σειρά προτεραιότητας, στους πάγους των πολικών περιοχών, στο έδαφος, όπου το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν τα υπόγεια νερά, στις λίμνες και τα ποτάμια, και σε πολύ μικρές ποσότητες στο σώμα των ζωντανών οργανισμών.
Τέλος, η ατμόσφαιρα περιέχει ένα ελάχιστο ποσοστό του συνόλου του νερού.
Το μεγαλύτερο απόθεμα γλυκού νερού στον πλανήτη βρίσκεται στους πάγους των πολικών περιοχών. Από το ποσοστό των 3% του γλυκού νερού, τα 2/3 περίπου βρίσκονται συγκεντρωμένα στους πάγους των πόλων.
Το γλυκό νερό δημιουργείται όταν εξατμίζεται το θαλασσινό νερό και στη συνέχεια υγροποιείται και πάλι υπό μορφή σταγονιδίων. Όταν εξατμίζεται, το νερό μεταπηδά από την υγρή του μορφή στην αέρια (υδρατμοί). Κατά τη διαδικασία αυτή, όμως, το αλάτι δεν περνά σε αέρια μορφή. Ψηλά στην ατμόσφαιρα, οι υδρατμοί, λόγω των ανοδικών ψυχρών αέριων ρευμάτων, συμπυκνώνονται σε μικρά σταγονίδια γλυκού νερού και γίνονται σύννεφα. Τα σύννεφα, στη συνέχεια, απελευθερώνουν αυτά τα σταγονίδια με τον υετό – βροχή, χαλάζι ή χιόνι. Το μεγαλύτερο ποσοστό του υετού πέφτει στη θάλασσα, αλλά ένα μέρος του πέφτει στην ξηρά. Αυτό το τελευταίο μπορεί είτε να εξατμιστεί και πάλι στην ατμόσφαιρα είτε να φτάσει στο υπέδαφος, δημιουργώντας υπόγεια ύδατα, λίμνες και ποτάμια, απ’ όπου και ρέει ξανά προς τη θάλασσα.
Όλος αυτός ο κύκλος εξάτμισης, υγροποίησης, υετού, υπογειοποίησης και επιστροφής στη θάλασσα αποκαλείται κύκλος του νερού. Το γλυκό νερό αποτελεί το 2,7% περίπου του συνολικού νερού του πλανήτη. Το μεγαλύτερο μέρος του, το 2%, είναι πάγος και παγετώνες. Οι λίμνες αντιστοιχούν μόλις σε 0,009%, τα ποτάμια σε 0,00001%, ενώ ένα 0,7% περίπου είναι τα υπόγεια ύδατα, οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας και η υγρασία του εδάφους.



Οι καταρράκτες της Έδεσσας δεν υπήρχαν πάντα, όπως είναι σήμερα. Έως τα τέλη του 14ου αι ο κυρίως όγκος νερού συγκρατιόταν σε μία μικρή λεκάνη στα δυτικά της πόλης. Τότε τα νερά  αποφασίσαν να διέλθουν στην πόλη και να χυθούν θεαματικά από τον βράχο της με συνέπεια να δημιουργηθούν πολλά μικρά ποτάμια και παράλληλα να καταργηθεί η λίμνη απ' όπου προήλθαν. Πολλοί περιηγητές του 17ου και του 18ου αιώνα περιγράφουν την εικόνα της πόλης με έναν βράχο από όπου πέφτουν τα νερά από πολλούς καταρράκτες. Για τον σημερινό επισκέπτη θα ήταν λίγο δύσκολο να αντιληφθεί τι συνέβαινε μόλις λίγες δεκαετίες πίσω, όπου οι καταρράκτες ήταν ένα άσημο μέρος. Λίγο κρυμμένοι πίσω από τις λαπούες, λίγο κρυμμένοι πίσω από την ακατάσχετη βλάστηση, λίγο εγκαταλελειμμένοι εκεί στην άκρη του βράχου, εθεωρείτο εγχείρημα, μία μικρή ίσως περιπέτεια, να κατέβει κανείς τα δύσβατα μονοπάτια της εποχής για να τους χαζέψει Καταρράκτες Έδεσσας ή να τους φωτογραφίσει. Από το 1942 αρχίζει μία διαφορετική αντιμετώπιση του χώροι και πρώτοι οι Γερμανοί τον διαβάζουν με την τουριστική και χρηστική του, πλέον λογική. Κάθε πρωί ο λοχίας της Γκεστάπο Φριτς μπλόκαρε τα περάσματα της πλατείας, αφαιρούσε τις ταυτότητες και για να τις ξαναπάρουν πίσω έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουν από το εργοτάξιο των καταρρακτών.



Η Λίμνη Πλαστήρα σχηματίστηκε το 1959 με την ολοκλήρωση του φράγματος στο νότιο άκρο της, στην αρχή του ποταμού Ταυρωπού ή Μέγδοβα, η ιδέα για την κατασκευή της αποδόθηκε στον στρατιωτικό και πολιτικό Νικόλαο Πλαστήρα, όταν το 1935 που επισκέφθηκε την πατρίδα του όπου και είχαν σημειωθεί καταστροφικές πλημμύρες από συνεχείς βροχοπτώσεις. Βλέποντας τον χώρο φαίνεται να είπε "πως εδώ μια μέρα θα γίνει λίμνη", απ' όπου και το πιο γνωστό της όνομα.
Η χρηματοδότηση της έγινε από χρήματα που χρωστούσε η Ιταλία στην Ελλάδα (πολεμικές επανορθώσεις) και την κατασκευή ανέλαβε γαλλική εταιρεία. Σήμερα τη διαχείριση του φράγματος έχει αναλάβει η ΔΕΗ. Πριν την κατασκευή της λίμνης, υπήρχε στο οροπέδιο το λεγόμενο αεροδρόμιο Νεράιδας, που δημιουργήθηκε κατά την κατοχή από τους Άγγλους, όπου και προσγειώθηκε στην κατεχόμενη Ελλάδα το πρώτο συμμαχικό αεροπλάνο. Σήμερα η λίμνη περιέχει 400 εκατ. κυβικά μέτρα νερού, έχει μέγιστο μήκος 12 km, μέγιστο πλάτος 4 km, η συνολική της επιφάνεια είναι 24 km2, ενώ το μέγιστο βάθος της είναι γύρω στα 60 m και το ανώτατο υψόμετρο της είναι 750 m. Το νερό της χρησιμοποιείται για άρδευση και ηλεκτροπαραγωγή, καθώς εκεί κοντά, στο χωριό Μητρόπολη, βρίσκεται και υδροηλεκτρικό εργοστάσιο. Τα τελευταία χρόνια έχει αξιοποιηθεί και τουριστικά, με αρκετές δραστηριότητες πάνω και γύρω από τη λίμνη.






Οι Θερμοπίδακες είναι ένα είδος θερμών πηγών που περιοδικά "εκρήγνυνται" και εκτοξεύουν στήλες θερμού νερού, γι΄ αυτό και αποκαλούνται επίσημα και "διαλείπουσες θέρμες". Οι θερμοπίδακες ονομάζονται και Γκέιζερ, από την ονομασία του μεγαλύτερου θερμοπίδακα στην Ισλανδία που ερμηνεύεται ως "λυσσαλέος
Σπουδαιότεροι και μεγαλύτεροι όμως όλων είναι εκείνοι του πάρκου Γιέλοουστοουν που εξ αυτών ονομάζεται και "χώρα των θαυμάτων" ακριβώς για τα θαυμάσια φυσικά φαινόμενα που συνοδεύουν τους θερμοπίδακες. Το Γιέλοουστοουν βρίσκεται σε οροπέδιο των Βραχωδών ορέων δυτικά του ποταμού Μισούρι πολύ κοντά στις πηγές του ομώνυμου ποταμού Γιέλοουστουν. Αποτελεί δημόσιο κτήμα των ΗΠΑ, είναι έκτασης 5.500 τ.χλμ. και είναι κατάφυτο από πυκνά πευκοδάση. Βρίσκεται σε υψόμετρο 2700 μ. από επιφάνεια θαλάσσης και παρουσιάζει κλίμα σχεδόν πολικό, που αρχίζει από τον Σεπτέμβριο και διαρκεί 9 μήνες. Στο χώρο αυτό αναβλύζουν περισσότεροι από 50 θερμοπίδακες που εξακοντίζουν στήλη βράζοντος ύδατος ύψους 85 μ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου